- πλωτάρχης
- οανώτερος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, ομοιόβαθμος με τον ταγματάρχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλωτάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. βαθμός αξιωματικού τού πολεμικού ναυτικού, αντίστοιχος τού ταγματάρχη τού στρατού ξηράς αρχ. 1. κυβερνήτης πλοίου 2. ιδιοκτήτης πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωτός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. λιμεν άρχης] … Dictionary of Greek
Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal … Wikipedia
Naval officer ranks — Navies have military rank systems that often are quite different from those of armies or air forces. Sometimes, services that are considered parts of the navy – marine or amphibious corps – use the army style ranks instead, while the ranks listed … Wikipedia
Greek military ranks — Modern Greek military ranks are based on Ancient Greek Byzantine terminology, even though the ranks correspond to those of other Western armies. For example, ancient hoplite unit of approximately 100 men, the lochos, is today the name for a… … Wikipedia
Военно-морские силы Греции — Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό Военно морские силы Греции Эмблема ВмС Греции Страна … Википедия
Comparative officer ranks of World War II — The following table shows comparative officer ranks of major Allied and Axis powers during World War II. For modern ranks refer to Comparative military ranks. KEY: Navy Army Air Force[1] Waffen SS/Allgemeine SS Generic ranks not specific to any… … Wikipedia
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… … Dictionary of Greek
Λάσκος, Βασίλειος — (Μάνδρα Ελευσίνας 1899 – 1943). Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ήρωας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σπούδασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ειδικεύτηκε στον κλάδο των υποβρυχίων. Το 1926 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του τορπιλοβόλου Πέργαμος, με το… … Dictionary of Greek